ανερέθιστος

ανερέθιστος
-η, -ο
αυτός που δεν έχει ερεθιστεί, εξαγριωθεί ή δεν είναι επιδεκτικός ερεθισμού
2. Ιατρ. αυτός που δεν παρουσιάζει φλόγωση ή ερεθισμό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αδιέγερτος — η, ο [διεγείρω] αυτός που δεν διεγέρθηκε ή δεν μπορεί να διεγερθεί, ο ανερέθιστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”